- βοσκημάτων
- βόσκημαthat which is fedneut gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ERYTHEA vel ERYTHIA — ERYTHEA, vel ERYTHIA Ins. inter Gades et Hispaniam, quam sic describit Plin. l. 4. c. 22. Ab eo latere que Hispaniam spectat (Gadis ins.) passibus fere centum, altera ins. est longa 3. mill. passm. lata in qua prius opp. Gadium fuit. Vocatur ab… … Hofmann J. Lexicon universale
MELIAE et MELIADES — apud Hesych., Nympharum genus, Μηλιάδες, νύμφαι. Epimelides, Graece Ε᾿πιμηλίδες Scholiastae prisco Homeri, ad Iliad. v. ubi de Concilio Deorum Poeta, ipsô initiô, Οὔτε τις οὖν τοταμῶν ἀπέην, νόσφ᾿ Ωκεανοῖο. Οὔτ ἄρα Νυμφάων, τάιτ᾿ ἄλσεα καλὰ… … Hofmann J. Lexicon universale
PECUARIA Res seu Pastio — ζῶσα γεωργία, viva Agricultura, dicta Aristoteli Polit. l. 1. c. 8. cum Agricultura primitus coniuncta fuit. Unde varro de R. R. l. 3. c. 1. Agricultura primo indiscreta fuit. quod a Pastoribus quierantorti, in eodem agro et serebant et pascebant … Hofmann J. Lexicon universale
επιόπτης — ἐπιόπτης, ό (ποιητ. τ. αντί επόπτης*) (Α) επιγρ. («ἐπιόπτης βοτῶν» επιστάτης τών βοσκημάτων … Dictionary of Greek
ζωοκλέπτης — και ζωοκλέφτης, ο κλέφτης ζώων και ιδίως βοσκημάτων, αλλ. ζωοκλόπος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζω(ο) (ΙΙ)* + κλέπτης. Η λ. ζωοκλέπτης μαρτυρείται από το 1839 στον Αμβρόσιο Φραντζή] … Dictionary of Greek
ζωοκλοπή — και ζωοκλοπία, η κλοπή ζώου ή ζώων, ιδίως βοσκημάτων. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ζωοκλοπή < ζω(ο) (ΙΙ)* + κλοπή. Μαρτυρείται από το 1833 στους Ελληνικούς Κώδικες, ενώ η λ. ζωοκλοπία < ζωοκλόπος και μαρτυρείται από το 1848 στους Ελληνικούς Κώδικες] … Dictionary of Greek
κτηναφαίρεσις — κτηναφαίρεσις, ἡ (Μ) κλοπή κτηνών, ιδίως βοσκημάτων, ζωοκλοπή. [ΕΤΥΜΟΛ. < κτῆνος + ἀφαίρεσις] … Dictionary of Greek
ποίμνη — Μικρός πεδινός οικισμός (υψόμ. 45 μ.) στην πρώην επαρχία Ξάνθης, του ομώνυμου νομού. * * * η, ΝΜΑ 1. πλήθος βοσκημάτων, κυρίως προβάτων, τα οποία επιβλέπει ο ποιμένας, ποίμνιο, κοπάδι 2. εκκλ. το σύνολο τών πιστών στον Χριστό αρχ. 1. αγέλη ζώων 2 … Dictionary of Greek
τσουκάνι — και τσιουκάνι και τσοκάνι και τσόκανο, το, Ν 1. σφυρί 2. γλωσσίδι κουδούνας 3. κουδούνι που κρεμούν στον λαιμό τών βοσκημάτων 4. είδος αλωνιστικού οργάνου, δοκάνη. [ΕΤΥΜΟΛ. < τυκάνιον, υποκορ. τού τυκάνη* με μαλάκωμα του τ πριν από ι (πρβλ.… … Dictionary of Greek
χρέος — ους, το, ΝΜΑ, και επικ. τ. χρεῑος και χρῆος και αττ. τ. χρέως και βοιωτ. τ. χρίος και αρκαδ. τ. πληθ. χρήατα και κρητ. τ. πληθ. χρήϊα, τὰ, Α κάθε οφειλή σε χρήμα, σε είδος ή σε υπηρεσία νεοελλ. 1. (νομ.) η παροχή, στο πλαίσιο μιας ενοχικής σχέσης … Dictionary of Greek